- ταπεινοσύνη
- η, Ν [ταπεινός]η ιδιότητα τού ταπεινού, ταπεινοφροσύνη, σεμνότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταπεινοσύνη — η ταπεινότητα, σεμνότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέιφλαουερ — (Mayflower = Λουλούδι του Μάη). Ονομασία πλοίου, το οποίο το 1620 μετέφερε από την Αγγλία στη Μασαχουσέτη 100 (ή 102) Άγγλους Πουριτανούς, τους λεγόμενους Pilgrim Fathers, οι οποίοι ήθελαν να δημιουργήσουν νέα πατρίδα στην Αμερική για να… … Dictionary of Greek
ԽՈՆԱՐՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0963 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c, 14c գ. ταπεινοσύνη, ταπείνωσις humilitas, animi demissio, modestia եւն. Խոնարհն գոլ, եւ խոնարհիլն առաքինաբար. որպէս խոնարհամտութիւն. ... *Ծառայել տեառն ամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)